- παραπιέζω
- παρα-πῐέζω,A press from one side, press down,
ὀφθαλμόν S.E.M.7.192
, cf. Archig. ap. Orib.8.1.18, Heliod. ap. eund.50.9.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὀφθαλμόν S.E.M.7.192
, cf. Archig. ap. Orib.8.1.18, Heliod. ap. eund.50.9.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραπιέζω — ΝΑ νεοελλ. πιέζω κάποιον ή κάτι πάρα πολύ αρχ. πιέζω από τα πλάγια … Dictionary of Greek
παραπίεσις — ἡ, Α [παραπιέζω] η πίεση από τα πλάγια … Dictionary of Greek
παραπιεσμός — ὁ, Α [παραπιέζω] παραπίεσις* … Dictionary of Greek
πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… … Dictionary of Greek